H ανάπτυξη της Οικογενειακής Θεραπείας
Ο Murray Bowen και η ανάπτυξη της Οικογενειακής Θεραπείας
Θεωρία Συστημάτων Οικογενείας –
Family Systems Theory ή Bowen Theory
Κωστής Ζερβάνος
Ο Murray Bowen σπούδασε Ιατρική και ειδικεύτηκε στη Χειρουργική την οποία και άσκησε. Όντας χειρουργός, ο Bowen έστρεψε το ενδιαφέρον του στα ψυχιατρικά προβλήματα και έτσι μεταπήδησε στην Ψυχιατρική και εκπαιδεύτηκε στην κλασική Ψυχανάλυση.
Η τριβή του με τη Χειρουργική αξίζει ένα μικρό σχολιασμό. Η μονομερής προσήλωσή του στις επιστήμες του ιατρικού φάσματος (Ιατρική, Βιολογία, Εξελικτική Βιολογία) ως των μοναδικών πηγών απ’ όπου αντλούσε όρους, εννοιολογικά εργαλεία και αναλογικά παραδείγματα, οφείλεται στην αγάπη και στον σεβασμό που έτρεφε για την Ιατρική.
Από το 1946 έως το 1954 ο Bowen εργαζόταν και δίδασκε στην κλινική «Menninger» της πόλης Topeka του Κάνσας. Εκεί ξεκίνησε ένα πρωτοποριακό ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο μελετούσε τον ρόλο της οικογένειας των ψυχασθενών στη θεραπεία τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της έρευνας εντυπωσιάστηκε από τη δριμύτητα της εμπλοκής μεταξύ των ασθενών και της οικογένειάς τους.
Σταδιακά συνέλαβε και επεξεργάστηκε ένα σχήμα διπλής θεραπείας. Έκανε ξέχωρες συνεδρίες με τους γονείς και, παράλληλα, κοινές συνεδρίες γονέων και ασθενούς.
Το 1954 ο Bowen μετακινήθηκε στο National Institute of Mental Health (Ν.Ι.Μ.Η.) και μαζί με τους συνεργάτες του, από το 1954 έως το 1956, επιχείρησε ένα μοναδικό για την εποχή νεωτερισμό: σε μια ερευνητική μονάδα εσωτερικών ασθενών, τα σχιζοφρενικά παιδιά νοσηλεύονταν μαζί με τις μητέρες τους για μακρές χρονικές περιόδους.
Ο Bowen και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν την ύπαρξη ενός ευρύτερου δικτύου συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων που περιλάμβανε όλη την οικογένεια. Ήδη στους έξι πρώτους μήνες του προγράμματος στο National Institute of Mental Health (1954), είχε κιόλας καταστεί πασιφανές στην ομάδα των ερευνητών ότι η οικογένεια λειτουργούσε ως ενιαίο σύνολο.
Παρατήρησαν ότι οι πατέρες διαδραμάτιζαν εξίσου σημαντικό ρόλο με τις μητέρες στη διαμόρφωση του οικογενειακού κλίματος, είτε ενεργητικά είτε παθητικά. Οι πατέρες, όποτε αισθάνονταν πως αυξανόταν ο εκνευρισμός των συζύγων τους, είτε υποδαύλιζαν τις επικρίσεις και τις ανησυχίες των μητέρων για τα σχιζοφρενικά τους παιδιά, είτε αποσύρονταν από κάθε είδους βοήθεια ή, έστω, συμμετοχή, ώστε να αποφύγουν τη διάχυτη ένταση.
Το συχνότερα επαναλαμβανόμενο μοτίβο ήταν ότι κάθε μέλος της οικογένειας γινόταν συναισθηματικά δέσμιο των υπολοίπων. Η λειτουργία κάθε μέλους επηρεαζόταν καταλυτικά από τη λειτουργία των κοντινών του ατόμων. Η συμπεριφορά της οικογένειας προκαλούσε τόση αναστάτωση στον ασθενή, όση και αυτός στους οικείους του. Τα μέλη της οικογένειας, ενώ θεωρούσαν ότι το άγχος τους δημιουργούνταν από την κατάσταση του ασθενούς, σπάνια έβλεπαν τη συμπεριφορά του ως αντανάκλαση της δικής τους υπεραντίδρασης. Αυτή η στενότατη αλληλεξάρτηση της συμπεριφοράς των μελών της οδήγησε τον Bowen να περιγράψει την οικογένεια ως μια θυμική μονάδα (emotional unit).
Περαιτέρω ο Bowen και οι συνεργάτες του παρατήρησαν ότι κανείς δεν έμενε αμέτοχος, καθώς ανακατεύονταν πέραν της πυρηνικής οικογένειας και ολόκληρη η εκτεταμένη οικογένεια, (κοντινοί και μακρινοί συγγενείς), ακόμα και το προσωπικό της κλινικής.
Αναδείχθηκαν δύο φαινόμενα:
- πρώτον, ότι ανά πάσα στιγμή κάθε μέλος μιας ομάδας επηρεάζει με τη στάση του τη συμπεριφορά των άλλων με τους οποίους έρχεται σε επαφή
- και, δεύτερον, ότι συνολικά ο τρόπος λειτουργίας ενός ανθρώπου εξαρτάται από τις διαντιδράσεις του με τους άλλους σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο μέχρι τότε γινόταν κοινά αποδεκτό από την επιστημονική κοινότητα.
Μολαταύτα, μέχρι το 1959 δεν είχε τεκμηριωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι όσα είχαν βρεθεί μελετώντας τους σχιζοφρενείς και τις οικογένειές τους ίσχυαν εξίσου και για τις άνευ συμπτωμάτων οικογένειες.
Δεν είχε γίνει κοινό κτήμα ότι ο τρόπος λειτουργίας των οικογενειών με ψυχικώς πάσχοντα μέλη συγκρινόμενος με τον τρόπο λειτουργίας των υγιών οικογενειών δεν εμφανίζει διαφορές ουσίας.
Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, οι Epstein και Wesley, διεξάγοντας μια δομημένη έρευνα σε υγιείς σπουδαστές κολεγίου, επιβεβαίωσαν περίτρανα ότι οι διαφορές ανάμεσα στην ψύχωση και στη νεύρωση είναι ποσοτικές και όχι ποιοτικές. Τόσο η ψυχική υγεία, όσο και το σύνολο των ψυχοπαθολογικών εκδηλώσεων παριστούν ένα συνεχές φάσμα, όπου υφίστανται κοινοί μηχανισμοί και δομές.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Bowen διατύπωσε τα εξής συμπεράσματα:
- η ορθή κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ανέφικτη εάν δεν εξεταστεί κάτω από το πρίσμα των συστημάτων σχέσεων (relationship systems) μέσα στα οποία ο κάθε συγκεκριμένος άνθρωπος εντάσσεται και που το σπουδαιότερο απ’ αυτά είναι η οικογένεια.
- η οικογένεια είναι και λειτουργεί ως σύστημα.
Ως σύστημα η οικογένεια είναι ταυτοχρόνως απλό και περίπλοκο.
Είναι απλό, με την έννοια ότι το ένα βήμα διαδέχεται προβλέψιμα το άλλο, και περίπλοκο, με την έννοια ότι διαθέτει επάλληλα αλληλοδιαπλεκόμενα επίπεδα, διαμορφούμενα από αναρίθμητους παράγοντες.
Το βασικό αξίωμα της Θεωρίας είναι ότι κάθε μέλος του συστήματος επιδρά στη λειτουργία των άλλων κατά τρόπους προβλέψιμους.
Η Θεωρία διαμορφώθηκε τη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1957 και το 1963, οπότε και διατυπώθηκαν οι έξι από τις οκτώ «έννοιες». Το 1975 προστέθηκαν οι δύο τελευταίες.
Σε τι διαφέρει η Θεωρία Συστημάτων Οικογενείας από τα άλλα ρεύματα της συστημικής οικογενειακής θεραπείας;
Στην έμφαση που έδωσε ο Bowen στα πορίσματα της Εξελικτικής Βιολογίας και των φυσικών επιστημών. Η Bowen Theory ενδιαφέρεται πρωτίστως για την αρτιότητα και συνοχή των θεωρητικών της διατυπώσεων και αδιαφορεί για τις ακολουθητέες τεχνικές.
Πώς εμπλούτισε την οικογενειακή θεραπεία;
Με τις «οκτώ έννοιες» και ειδικότερα με την έννοια των τριγώνων και της τριγωνοποίησης, καθώς και με τη χρήση του γενεογράμματος στη θεραπεία.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματά της;
Η έννοια των τριγώνων και η χρήση του γενεογράμματος προσέδωσε μια οιονεί «μαθηματική λογική» στη ψυχοθεραπεία.
- Οι θεραπευτές τοποθετούν κάθε θέμα που καλούνται να αντιμετωπίσουν πάνω σε μια νοερή σκακιέρα που αντί για τετράγωνα έχει τρίγωνα.
- Οι θεραπευόμενοι εκπαιδεύονται στο πώς λειτουργεί ο εαυτός, η οικογένειά τους και η κοινωνία και στο με ποια κριτήρια και με ποια δεδομένα μπορούν να κρίνουν, αφενός ποια είναι η καλύτερη δυνατή επιλογή για τους ίδιους και για τους άλλους, και, αφετέρου τι είναι εφικτό σε κάθε περίσταση της ζωής τους.