ΚΛΙΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ 8 ΕΝΝΟΙΩΝ
ΚΛΙΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΟΚΤΩ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ
(BOWEN THEORY)
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κωστή Ζερβάνου: “Τα Οικογενειακά Συστήματα” (εκδόσεις Αίολος).
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «διαφοροποίηση του εαυτού».
Ο Γιάννης και η Κατερίνα ήταν πολύ ευτυχισμένοι τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ο Γιάννης πάντα έλεγε στην Κατερίνα τι σκεπτόταν και άκουγε με προσοχή τη γνώμη της. Η επικοινωνία τους βασιζόταν στην αμοιβαία εκτίμηση και στον αλληλοσεβασμό. Η στιβαρότητα, η πυγμή, η υπευθυνότητα, καθώς και η αύρα αυθεντικότητας που ακτινοβολούσε ο Γιάννης ήταν τα στοιχεία του χαρακτήρα του που έβρισκε ελκυστικά η Κατερίνα. Δεν έκανε, πάντως, το σφάλμα να θεωρεί τον άνδρα της αλάθητο· άλλωστε ούτε ο Γιάννης είχε καβαλήσει το καλάμι. Ταυτόχρονα, η ίδια είχε ως αρχή να είναι υπεύθυνη για τις πράξεις της και να λέει άφοβα στον Γιάννη τους προβληματισμούς της.
Επειδή το επίπεδο των πιέσεων συχνά είναι χαμηλότερο τα πρώτα χρόνια του γάμου, ιδιαιτέρως προτού γεννηθούν τα παιδιά και προστεθούν νέες ευθύνες, γάμοι μεταξύ ατόμων με ανόμοια επίπεδα διαφοροποίησης και προσαρμοστικότητας μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να μοιάζουν βιώσιμοι όσον καιρό τα σύννεφα στη σύμπλευσή τους είναι λίγα. Το στρες είναι ο παράγων που αποκαλύπτει το πραγματικό μέγεθος των προσαρμοστικών ικανοτήτων που διαθέτει η οικογένεια.
Η Κατερίνα έμεινε έγκυος τον τρίτο χρόνο του γάμου τους. Είχε μια σχετικά ομαλή εγκυμοσύνη, με λίγα σωματικά ενοχλήματα τα οποία και αντιμετώπισε με ψυχραιμία. Διακατεχόταν από μια μικρή ανησυχία σχετικά με το πόσο επαρκής θα ήταν ως μητέρα, ωστόσο κατάφερνε να καταλαγιάζει τις αμφιβολίες της. Όποτε μιλούσε στον Γιάννη γι’ αυτές, δεν το έκανε επειδή ήθελε να πάρει μια λύση, αλλά γιατί με τη συζήτηση αποκτούσε μια όλο και πιο ξεκάθαρη εικόνα των θεμάτων. Εκείνος άκουγε χωρίς να παρεμβαίνει. Αφουγκραζόταν και τους δικούς του ενδόμυχους φόβους σχετικά με τις επερχόμενες μεταβολές στη ζωή τους. Τις σκέψεις του τις μοιραζόταν με την Κατερίνα.
Οι αλλαγές σε όλα τα επίπεδα που συνοδεύουν μια εγκυμοσύνη προκαλούν κάποια ανησυχία και στον Γιάννη και στην Κατερίνα. Δεδομένου ότι η επικοινωνία τους είναι καλή, το οξύ άγχος δεν μετατρέπεται σε χρόνιο. Η Κατερίνα τρέφει ρεαλιστικές προσδοκίες σχετικά με το τι μπορεί να της προσφέρει ο Γιάννης και αναλαμβάνει την ευθύνη της διαχείρισης του άγχους της. Ο Γιάννης δεν εκδηλώνει ιδιαίτερη αντιδραστικότητα απέναντι στα αιτήματα της Κατερίνας, ενώ αντιλαμβάνεται και τους δικούς του ενδοιασμούς. Επειδή είναι εαυτοεστιασμένοι, αντιπροσωπεύουν ο ένας για τον άλλο ένα απάνεμο αγκυροβόλιο στις θύελλες της ζωής.
Ύστερα από σχετικά ομαλό τοκετό γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Την ονόμασαν Αιμιλία. Η Κατερίνα αντιμετώπισε την κατάσταση με επιτυχία. Η φροντίδα του βρέφους κατά τους πρώτους μήνες ήταν σωματικά εξαντλητική γι’ αυτήν. Δεν της δημιουργούσε, όμως, αμφιβολίες σχετικά με την εξέλιξη του παιδιού ή την επάρκειά της ως μητέρας. Εξακολούθησε να λέει στον άντρα της τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ο Γιάννης δεν έμπαινε στον πειρασμό να τρέξει να της φτιάξει τα κέφια όποτε χάλαγαν. Πρώτα την άφηνε να επεξεργαστεί τα συναισθήματά της μόνη της. Παρ’ ότι οι πιέσεις στη δουλειά του Γιάννη αυξάνονταν, παρέμενε συναισθηματικά εύκαιρος για εκείνη, έστω και αν μερικές φορές μπορούσε να της συμπαρασταθεί μόνον τηλεφωνικά. Μολονότι αισθανόταν αβεβαιότητα για το εργασιακό του μέλλον, δεν απασχολούσε τη γυναίκα του συνεχώς με αυτό το θέμα. Όταν εκείνη άνοιγε τη συζήτηση πάνω σε αυτό, ο Γιάννης εξιστορούσε τα γεγονότα απλά, χωρίς μελοδραματισμούς. Πού και πού ευχόταν να μην παίρνει κατάκαρδα η Κατερίνα τις δικές του έγνοιες, αλλά γνώριζε, επίσης, πως εκείνη είχε τη δύναμη με ένα χαμόγελο, με ένα εύθυμο πείραγμα να αποτινάζει όλες τις σκοτούρες που τους βάραιναν.
Βέβαιη για τον εαυτό της, η Κατερίνα έχει την ικανότητα να συνδέεται με την Αιμιλία χωρίς να εξαναγκάζεται από εσωτερικά ή κοινωνικά «πρέπει», χωρίς αναίτιους φόβους για την υγεία του παιδιού. Βέβαιος για τον εαυτό του, ο Γιάννης μπορεί να αντεπεξέρχεται στις απαιτήσεις της δουλειάς, χωρίς να αισθάνεται ένοχος ότι παραμελεί την Κατερίνα. Υπάρχει αμοιβαία κατανόηση μεταξύ τους για την πίεση που δέχεται ο καθένας και δεν έχουν την εντύπωση ότι παραβλέπει ο ένας τις ανάγκες του άλλου. Και οι δύο είναι αρκετά σίγουροι για την πίστη και την αφοσίωση που τρέφουν για τη σχέση τους και δεν έχουν ανάγκη από περιττές διαβεβαιώσεις. Αμφότεροι διατηρούν άνετες σχέσεις με τους γονείς τους, έχοντας πετύχει τα κατάλληλα όρια. Η στάση τους δηλώνει συγκροτημένη θέση του Προσώπου.
Μετά από μερικούς μήνες, η Κατερίνα και ο Γιάννης βρήκαν χρόνο να κάνουν κάποια πράγματα μόνοι τους. Οι λιγοστές ανησυχίες της Κατερίνας σχετικά με τη μητρότητα είχαν και αυτές καταλαγιάσει. Δεν ανησυχούσε πια για την Αιμιλία. Καθώς η Αιμιλία μεγάλωνε, η Κατερίνα δεν την έβλεπε ως ένα ανασφαλές παιδί που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Ο Γιάννης και η Κατερίνα συζητούσαν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους για την Αιμιλία χωρίς να το παρακάνουν. Χαίρονταν που την είχαν. Τους άρεσε να τη βλέπουν να μεγαλώνει. Η Αιμιλία εξελίχθηκε σε ένα υπεύθυνο παιδί. Διαισθανόταν τα όρια των γονιών της όσον αφορά το τι μπορούσαν να κάνουν για εκείνη και τα σεβόταν. Είχε λίγες απαιτήσεις και καθόλου ξεσπάσματα. Ο Γιάννης σπάνια ήταν επικριτικός απέναντι στην Αιμιλία, ενώ σε τέτοιες περιπτώσεις η Κατερίνα δεν έτρεχε να την υπερασπιστεί. Η Κατερίνα, από τη μεριά της, έβλεπε ότι ο Γιάννης και η Αιμιλία μπορούσαν να διαχειριστούν τη σχέση τους χωρίς την παρέμβασή της. Η Αιμιλία σχετιζόταν εξίσου άνετα και με τους δύο γονείς και απολάμβανε να εξερευνά το περιβάλλον της.
Ο Γιάννης και η Κατερίνα αντιμετωπίζουν την Αιμιλία ως ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερο άτομο. Μολονότι διάκεινται θετικά απέναντί της, δεν την επαινούν άνευ αποχρώντος λόγου, μόνο και μόνο για να τονώσουν την αυτοπεποίθησή της. Η Αιμιλία ξεκίνησε να διαφοροποιείται από μικρή ηλικία. Και οι δυο γονείς προσαρμόστηκαν επιτυχώς στη νέα φάση του κύκλου ζωής (ανησυχίες σχετικές με την έλευση του πρώτου παιδιού, νέα μορφή της οικογένειας), αλλά και στις δυσκολίες που δημιουργούν οι αυξημένες υποχρεώσεις της δουλειάς του Γιάννη. Τα υψηλά επίπεδα διαφοροποίησης επιτρέπουν και στους τρεις να διατηρούν μία εκ του σύνεγγυς επαφή με λίγη μόνο τριγωνοποίηση.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «τριγωνοποίηση».
Ο Μιχάλης και η Μάρθα ήταν πολύ ευτυχισμένοι τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους. Ο Μιχάλης ήθελε να έχει τον πρώτο λόγο στις σημαντικές αποφάσεις, στάση στην οποία συγκατένευε και η Μάρθα, γιατί τη βόλευε. Η Μάρθα δυσκολεύτηκε πολύ να μείνει έγκυος. Τελικά κατάφερε να συλλάβει τον τρίτο χρόνο του γάμου τους. Η εγκυμοσύνη της, όμως, ήταν εξαιρετικά επίπονη. Είχε έντονη τάση για έμετο κατά το πρώτο τρίμηνο, καθώς δε προχωρούσε η κύηση, παρουσίασε υψηλή πίεση και μεγάλη αύξηση βάρους. Εκμυστηρευόταν συχνά στον Μιχάλη τις ανασφάλειές της σχετικά με τη μητρότητα. Ο Μιχάλης στην αρχή έκανε υπομονή και την καθησύχαζε. Σταδιακά, όμως, άρχισε να την κατακρίνει όλο και πιο πολύ, χαρακτηρίζοντας «παιδιάστικη» τη συμπεριφορά της.
Η εγκυμοσύνη πίεσε τη Μάρθα και τη σχέση της με τον σύζυγό της. Ο Μιχάλης, ενώ επιφανειακά υποστηρίζει τη Μάρθα, επί της ουσίας δεν παραστέκεται στις αγωνίες της. Τη θεωρεί προβληματικό άτομο.
Μετά από έναν δύσκολο τοκετό, γεννήθηκε ένα κοριτσάκι. Την ονόμασαν Aμαλία. Η Μάρθα ήταν εξαντλημένη και ανέτοιμη να φύγει από το νοσοκομείο όταν ο γιατρός τής έδωσε εξιτήριο. Κατά τους επόμενους μήνες αισθανόταν σωματικά καταπονημένη και αγχωμένη για την υγεία του βρέφους. Υπολόγιζε στη συμπαράσταση του Μιχάλη, αλλά εκείνος γυρνούσε από τη δουλειά αργά και αντί για βοήθεια εισέπραττε τα καυστικά του σχόλια, τόσο για τη δυσκολία της να ανταποκριθεί στον νέο της ρόλο, όσο και για τους φόβους που την έζωναν σχετικά με το μωρό. Περνούσαν πολύ λιγότερο χρόνο μαζί από πριν. Ακόμα και όταν αυτό συνέβαινε, ο Μιχάλης ήταν βυθισμένος στα προβλήματα της δουλειάς του. Για τη Μάρθα είχε πρωτεύουσα σημασία να μην κληρονομήσει το παιδί της τις ανασφάλειες που είχε εκείνη. Προσπάθησε να το πετύχει δίνοντας στην Aμαλία όλη της την ικμάδα, επιβραβεύοντάς την ακόμη και για το παραμικρό της επίτευγμα. Ήταν δυσβάστακτο για τη Μάρθα να ανοίξει την καρδιά της στον Μιχάλη. Αντιδρούσε έντονα σε όλες τις κριτικές του, πραγματικές ή μη. Ο Μιχάλης και η Μάρθα ξόδευαν περισσότερο χρόνο μιλώντας για την κόρη τους παρά για τον γάμο τους.
Η Μάρθα είναι το πρόσωπο που αισθάνεται πιο άβολα εξαιτίας της κλιμακούμενης έντασης στον γάμο. Ο Μιχάλης εκφράζει με επιπλήξεις την αντιδραστικότητά του προς τη Μάρθα. Η Μάρθα εκδηλώνει αντιδραστικότητα προς τον Μιχάλη με το να εκλαμβάνει όλα όσα λέει ως μομφές εναντίον της. Η αμοιβαία αντιδραστικότητά τους μεγαλώνει τη μεταξύ τους συγχώνευση. Η διογκούμενη συγχώνευση αντισταθμίζεται με την αυξανόμενη συναισθηματική απόσταση ανάμεσά τους. Με τη σειρά της, η τελευταία σταθεροποιείται με την υπερβολική ενασχόληση, αφ’ ενός, της Μάρθας με την Aμαλία και, αφ’ ετέρου, του Μιχάλη με τη δουλειά του. Ο Μιχάλης βρίσκεται στην εξωτερική θέση και η Μάρθα με την Aμαλία στις εσωτερικές θέσεις του τριγώνου που έχει δημιουργηθεί.
Καθώς μεγάλωνε η Aμαλία, απαιτούσε όλο και περισσότερη προσοχή από τη μητέρα της. Η Μάρθα έβλεπε ότι δεν μπορούσε να της αφιερώσει αρκετό χρόνο και ένιωθε πως η κόρη της δεν θα έμενε ποτέ ικανοποιημένη. Ο Μιχάλης δυσανασχετούσε με τις εκρήξεις της Aμαλίας όταν δεν γινόταν το δικό της και τη χαρακτήριζε εγωίστρια. Ωστόσο, όταν την επέπληττε, η Μάρθα την υπερασπιζόταν λέγοντάς του πως υπερβάλλει. Ακόμη και όταν η σχέση της Μάρθας με την Aμαλία ήταν τεταμένη, η Μάρθα πίεζε τον Μιχάλη να αφιερώνει περισσότερη ώρα στην Aμαλία, προκειμένου αυτή να νιώθει ότι την αγαπάνε. Ο Μιχάλης ενέδιδε τελικά στα παρακάλια της Μάρθας, αν και μέσα του πίστευε ακράδαντα ότι ακολουθούσαν μια τακτική που ουσιαστικά αποχαλίνωνε την Aμαλία. Θεωρούσε πως αν η Μάρθα ήταν εξίσου ώριμη με εκείνον, η κόρη τους δεν θα συμπεριφερόταν έτσι, αλλά, παρ’ όλα αυτά, σε ό,τι αφορούσε την Aμαλία, συμμορφωνόταν με ό,τι του έλεγε η Μάρθα.
Οσάκις εμφανίζονται τριβές μεταξύ της Μάρθας και της Aμαλίας, ο Μιχάλης συμπαρατάσσεται με τη Μάρθα κατακεραυνώνοντας την Aμαλία (τρίγωνο πυρηνικής οικογένειας). Στην κορύφωση της διαμάχης μεταξύ του Μιχάλη και της Aμαλίας, η Μάρθα προσεταιρίζεται την Aμαλία και η ένταση μετατίθεται στη συζυγική σχέση, από τη δυάδα Μάρθα – Aμαλία στη δυάδα Μιχάλης – Aμαλία, ενώ η Aμαλία κερδίζει την πιο άνετη εξωτερική θέση του τριγώνου.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «θυμικό σύστημα της πυρηνικής οικογένειας».
Όταν η Αμαλία ήταν τεσσάρων χρόνων, η Μάρθα έμεινε πάλι έγκυος. Ήθελε από τα τρίσβαθα της καρδιάς της άλλο ένα παιδί, αλλά στο άψε-σβήσε φούντωσαν οι παλιές της ανησυχίες κατά πόσον θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών. Φοβόταν μήπως η Αμαλία νιώσει παραμελημένη. Η Μάρθα δίσταζε να της ανακοινώσει ότι σύντομα θα είχε ένα μικρό αδελφάκι, καθώς δεν ήθελε να έρθει αντιμέτωπη με τις τυχόν αντιδράσεις της. Ο Μιχάλης, μολονότι σκέφτηκε ότι αυτό ήταν ανόητο, τελικά για μια ακόμη φορά ακολούθησε τη Μάρθα. Τη στήριξε με κάθε τρόπο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Ήθελε και αυτός άλλο ένα παιδί, ωστόσο αμφέβαλλε για τις ικανότητες της Μάρθας να τα βγάλει πέρα.
Οι εντάσεις που συσσωρεύτηκαν στον γάμο του Μιχάλη και της Μάρθας διεύρυναν τη μεταξύ τους συναισθηματική απόσταση και τους οδήγησαν σε μια αγχωμένη αλλοεστίαση πάνω στην Αμαλία. Η Μάρθα «επιλέγει» να εξωτερικεύσει το άγχος της πάνω στην Αμαλία παρά να το κατευθύνει πάνω στον σύζυγό της ή να το εσωτερικεύσει. Ο Μιχάλης, υποστηρίζοντας την εστίασή της πάνω στην Αμαλία, αποφεύγει τη σύγκρουση με τη Μάρθα. Αντιπαρέρχεται τις προσωπικές του αγωνίες επικεντρωνόμενος στην ανεπάρκεια της γυναίκας του.
Με εξαίρεση τις ανησυχίες της για τη στάση της Αμαλίας, η δεύτερη εγκυμοσύνη ήταν για τη Μάρθα ευκολότερη από την πρώτη. Μια κόρη, η Μαρία, γεννήθηκε χωρίς επιπλοκές. Αυτήν τη φορά ο Μιχάλης πήρε μεγαλύτερη άδεια και ανέλαβε πολλές από τις δουλειές του νοικοκυριού, καθώς έβλεπε ότι η Μάρθα είχε φτάσει «στα όριά της». Συμπεριφερόταν ακόμη πιο πατερναλιστικά απέναντι στη Μάρθα, η οποία είχε κατακυριευθεί από την ιδέα ότι η Αμαλία ένιωθε πως το νεογέννητο την είχε εκθρονίσει από τα πρωτεία αγάπης. Η Αμαλία απαιτούσε την προσοχή της Μάρθας κι εκείνη υποχωρούσε. Όταν ο Μιχάλης γύρναγε στο σπίτι το βράδυ, έπαιρνε την Αμαλία και φρόντιζε να τη διασκεδάζει. Αισθανόταν παραγκωνισμένος και εντελώς αποκαρδιωμένος με την ανικανότητα της Μάρθας.
Η Αμαλία «έμαθε» να αντιδρά στη θυμική εμπλοκή των γονιών μαζί της, προβάλλοντας, ιδιαίτερα προς τη μητέρα της, συνεχείς απαιτήσεις. Η καθ’ υπέρβασιν ενασχόληση ενός γονιού με ένα παιδί το προγραμματίζει να συγχωνευθεί ισχυρά μαζί του και να αντενεργεί με σφοδρότητα στα έμπρακτα ή φανταστικά σημάδια απόσυρσης εκ μέρους του.
Η Μάρθα έπινε λίγο, τόσο προτού παντρευτεί τον Μιχάλη, όσο και μετά τη γέννηση της Αμαλίας. Σταμάτησε τελείως κατά τη διάρκεια της δεύτερης εγκυμοσύνης της. Όταν όμως η Μαρία ήταν λίγων μηνών, η Μάρθα άρχισε πάλι να πίνει τα βράδια και μάλιστα πολύ περισσότερο απ’ όσο στο παρελθόν. Αγωνιζόταν να το κρύψει, καθώς γνώριζε τις αντιδράσεις του άντρα της. Ο Μιχάλης της καταλόγιζε ότι δεν προσπαθούσε να το κόψει, ότι αδιαφορούσε για όλους και ότι ήταν εγωίστρια. Η Μάρθα του έδινε δίκιο. Ένιωθε όλο και λιγότερο ικανή να παίρνει αποφάσεις, όλο και πιο εξαρτημένη από τον Μιχάλη. Πίστευε ότι του άξιζε κάτι καλύτερο. Δεν άντεχε, όμως, την κριτική και την κηδεμονία του. Κατέληξε να πίνει περισσότερο, ακόμα και την ημέρα…
Η Μάρθα κάνει τις περισσότερες προσαρμογές στη λειτουργία της για να διατηρήσει τις ισορροπίες στον γάμο (μορφότυπο «δυσλειτουργία στον ένα σύζυγο»). Ο Μιχάλης συμβάλλει στην ισχυροποίηση του μορφοτύπου, υπερλειτουργώντας όλο και περισσότερο, αφήνοντας τη Μάρθα να υπολειτουργεί. Και οι δύο απεχθάνονται τους τσακωμούς. Ο Μιχάλης προτιμά να λειτουργεί «αντ’ αυτής» παρά να ριψοκινδυνεύει τη δυσαρμονία, πράγμα που, κατά τη γνώμη του, θα συνέβαινε, εάν ανέμενε από αυτήν να λειτουργεί πιο υπεύθυνα.
Όταν πια η Αμαλία και η Μαρία πήγαιναν και οι δύο στο σχολείο, η Μάρθα μελαγχόλησε. Αισθανόταν ανάξια. Ένιωθε πως έχανε τον έλεγχο. Δεν είχε, όμως, την τόλμη να μιλήσει στον Μιχάλη κατά πρόσωπο. Τελικά, μάζεψε όλο της το κουράγιο και του εξομολογήθηκε πόσο έπινε. Ο Μιχάλης την πίεσε να ζητήσει βοήθεια, αλλά η Μάρθα είχε φτάσει στο άλλο άκρο και απέρριπτε ασυζητητί οποιαδήποτε δική του υπόδειξη. Ο γιατρός της ανησυχούσε για την υγεία της. Όταν κατόρθωσε να την τρομοκρατήσει για τις βλαβερές συνέπειες του αλκοολισμού, μόνο τότε αποφάσισε να επισκεφθεί τους Ανώνυμους Αλκοολικούς. Η Μάρθα ένιωσε απόλυτα αποδεκτή από την ομάδα των Α.Α. Ξαλάφρωσε όταν τους διηγήθηκε την ιστορία της. Σχεδόν αμέσως έπαψε να πίνει και ανέπτυξε μια πολύ εγκάρδια σχέση με την υπεύθυνη γι’ αυτήν, μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας. Ένιωθε ότι με τους ανθρώπους στους Α.Α. μπορούσε να είναι ο εαυτός της, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει με τον Μιχάλη. Άρχισε να λειτουργεί πολύ καλύτερα στο σπίτι και ξεκίνησε να δουλεύει με μειωμένο ωράριο, χωρίς να πάψει να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις των Α.Α. Ο Μιχάλης, που προηγουμένως παραπονιόταν για το αλκοόλ, τώρα γκρίνιαζε για την ενασχόλησή της με τους καινούργιους της συντρόφους στους Α.Α. Η Μάρθα είχε κάπως ορθοποδήσει λόγω των νέων της φίλων. Εκείνοι της έδιναν θάρρος να «υψώσει το ανάστημά της» απέναντι στον Μιχάλη. Το έκανε. Το ζευγάρι άρχισε να μαλώνει συχνά. Η Μάρθα αισθανόταν ότι έβρισκε ξανά τον εαυτό της. Απεναντίας ο Μιχάλης ένιωθε πικρία.
Η συμμετοχή της Μάρθας στους Α.Α. ήταν ένα νέο αλληλοδιαπλεκόμενο τρίγωνο, που ενώ τη βοήθησε να κόψει το αλκοόλ, δεν προσέφερε την περιπόθητη κάθαρση στα οικογενειακά αδιέξοδα. Ο βαθμός των οικογενειακών εντάσεων δεν μεταβλήθηκε και το χάσμα στον γάμο τους παρέμεινε αγεφύρωτο. Η Μάρθα άντλησε δύναμη, «δανείστηκε εαυτό» από τους Α.Α., κάτι που της επέτρεψε να αντιμετωπίζει τον Μιχάλη αντί να υποχωρεί και να εσωτερικεύει το άγχος της, όπως έκανε στο παρελθόν. Καίτοι οι συντεταγμένες του συζυγικού σχήματος μετατοπίστηκαν κατά τι, από τη δυσλειτουργία στον ένα σύζυγο στη συζυγική σύγκρουση, η οικογένεια επί της ουσίας δεν άλλαξε δομικά. Με άλλα λόγια, η ανάμειξη της Μάρθας με τους Α.Α. δεν άλλαξε το επίπεδο της βασικής διαφοροποίησης, παρ’ ότι η λειτουργικότητά της βελτιώθηκε.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «προβολική διαδικασία της οικογένειας».
Η ανασφάλεια της Mάρθας για την Aμαλία ξεκίνησε προτού καν γεννηθεί η κόρη της. Φοβόταν ότι θα μετέδιδε στο παιδί της το αίσθημα της ανεπάρκειας που σφράγισε τη δική της παιδική ηλικία, το οποίο ακόμη την ταλάνιζε. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που η Mάρθα έτρεφε ανάμικτα συναισθήματα απέναντι στη μητρότητα. Όπως πολλοί γονείς, η Mάρθα συμμεριζόταν την πεποίθηση ότι ο ιερότερος στόχος μιας μητέρας είναι να καλύπτει και την παραμικρή, ακόμη και την πιο απίθανη, ανάγκη των παιδιών της. Αν η Aμαλία έδειχνε να βαριέται και να μην έχει κάτι στο μυαλό της, η Mάρθα ήταν πάντα εκεί με μια πρόταση ή ένα σχέδιο. Είχε την άποψη ότι το παιδί κατακτά ένα επίπεδο αυτοπεποίθησης, μόνον εάν ο γονιός τού την εμφυσήσει. Η Mάρθα αγαπούσε πραγματικά την Aμαλία. Δεν συνειδητοποιούσε, όμως, πόσο ευάλωτη ήταν σε οποιοδήποτε σημάδι αναστάτωσής της, ούτε πόσο εσπευσμένα αναλάμβανε δράση για να δώσει λύσεις στα προβλήματά της. Οι δυο τους λειτουργούσαν συχνά σαν ένα άτομο. Από βρέφος ακόμη, η Aμαλία συντονιζόταν με τη διάθεση της μητέρας της στον ίδιο βαθμό όσο και εκείνη.
Η Mάρθα σπεύδει να καλύψει τις συναισθηματικές ανάγκες της κόρης της σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι είναι εύλογο. Με αυτήν της τη στάση συγχωνεύεται με την Aμαλία και την εκπαιδεύει να αναπτύξει ακούσια τρεις συμπεριφορές: Πρώτον, να θεωρεί ως απολύτως φυσικό κάποιος άλλος να της καλύπτει τις συναισθηματικές της ανάγκες, χωρίς αυτή να αναλαμβάνει την αντίστοιχη πρωτοβουλία και ευθύνη. Δεύτερον, να εξαναγκάζει τους άλλους να τη συντρέχουν. Τρίτον, να αποζητά έκδηλα την προσοχή και να είναι ιδιαζόντως ευαίσθητη στη συναισθηματική εκπομπή της μητέρας της. Τόσο η μητέρα, όσο και το παιδί ενεργούν έτσι ώστε να δυναμώνουν τον ακατάβλητο δεσμό ανάμεσά τους.
Κάποια στιγμή, η Mάρθα άρχισε να δυσανασχετεί με αυτό που ονόμαζε ακόρεστη ανάγκη της Aμαλίας για προσοχή. Προσπάθησε να πάρει αποστάσεις από τις συναισθηματικές της πλεκτάνες, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία, καθώς η Aμαλία έβρισκε πάντα τρόπους να την ανακατεύει. Η Mάρθα τη μια στιγμή ενέδιδε στις ιδιορρυθμίες της Aμαλίας και την καλόπιανε και την αμέσως επόμενη στιγμή θύμωνε μαζί της και ήθελε να την ξεφορτωθεί. Αυτό το παιχνίδι τις έδεσε ακόμη πιο σφιχτά. Παρ’ όλα όσα της καταμαρτυρούσε, η Mάρθα πίστευε ότι όφειλε να αφιερώνει περισσότερο χρόνο και προσοχή στην κόρη της και επέκρινε τον εαυτό της γιατί δεν ήταν σε θέση να της τον προσφέρει. Ήθελε να είναι κοντά της για να την παρηγορεί όποτε η Aμαλία το είχε ανάγκη. Ακόμη και η υποψία θυμού εκ μέρους της Aμαλίας ξυπνούσε τις ενοχές της Mάρθας, καθώς και μια βουβή απόγνωση ότι θα κατέρρεε ο στενός δεσμός τους που με τόσους κόπους είχε καλλιεργήσει όλα αυτά τα χρόνια. Σε τέτοιες στιγμές επιζητούσε απελπισμένα τη συμπαράσταση του Μιχάλη.
H Mάρθα, ενώ εκνευρίζεται με την Aμαλία για τις απαιτήσεις που εγείρει, την ίδια στιγμή αισθάνεται ένοχη ότι αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες του παιδιού της. Επιχειρεί να διορθώσει την κατάσταση υπερλειτουργώντας και επιδιώκοντας επίμονα να τριγωνοποιήσει τον Μιχάλη. Χρησιμοποιεί την Aμαλία για να καλύψει τις προσωπικές της ανάγκες συναλληλίας. Νιώθει συγκλονισμένη κάθε φορά που η Aμαλία δείχνει δυσαρεστημένη μαζί της. Μέσα στο οικογενειακό τρίγωνο, η συζυγική απόσταση επιτείνει την τάση της Mάρθας να προσεγγίσει την Aμαλία.
Η δεύτερη εγκυμοσύνη της Mάρθας επιδείνωσε την κατάσταση. Η ταυτόχρονη εκπλήρωση των αναγκών και των δύο παιδιών φαινόταν στα μάτια της Mάρθας ακατόρθωτη. Της περνούσε η σκέψη ότι η Aμαλία είχε αρχίσει κιόλας να δείχνει σημάδια ότι κληρονομεί τις ανασφάλειές της. Πού είχε λαθέψει;
Όταν ήρθε η ώρα να πάει η Aμαλία σχολείο, η Mάρθα αποδύθηκε σε μακρές συζητήσεις με τη νηπιαγωγό προκειμένου να σχεδιάσει τη μετάβαση. Όποτε η Aμαλία αρνιόταν να πάει σχολείο, η Mάρθα ένιωθε ανάμικτα συναισθήματα: φόβο, αγανάκτηση και ενοχή. Η νηπιαγωγός, που πίστευε ότι καταλαβαίνει τα παιδιά σαν την Aμαλία, τής έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η Aμαλία ήταν έξυπνη και, λόγω της προσοχής της δασκάλας της, τα πήγαινε πολύ καλά στο σχολείο.
Η προσαρμογή της Aμαλίας στο σχολείο φαινόταν να εξαρτάται σε απερίγραπτο βαθμό από τη δασκάλα ή τον δάσκαλο που είχε κάθε χρονιά. Αν της έδειχναν ασυνήθιστο ενδιαφέρον, τα κατάφερνε μια χαρά. Αν οι δάσκαλοι τής συμπεριφέρονταν σαν να ήταν ένα απλό μέλος της ομάδας, μειωνόταν απελπιστικά το κίνητρό της για μάθηση. Η Mάρθα φρόντιζε ώστε η Aμαλία να έχει τη «σωστή» δασκάλα ή δάσκαλο, όποτε ήταν δυνατόν. Αντιθέτως, η Μαρία, η μικρότερη κόρη, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα προσαρμογής, όταν πήγε στο σχολείο. Η επίδοσή της ήταν ανεξάρτητη από το ποιον δάσκαλο είχε.
Η δυσκολία της Mάρθας να είναι ο εαυτός της με τα παιδιά της μεταφράζεται στην υπέρ το δέον αίσθηση ευθύνης της για την ευτυχία και των δυο της παιδιών. Αυτό δυσχεραίνει ιδιαίτερα την προσπάθεια να διατηρήσει μια αμφίδρομη ισοσθενή σχέση με τα παιδιά της. Η Aμαλία αναπαράγει τα μορφότυπα της σχέσης με τη μητέρα της και στο σχολείο, με τις δασκάλες ή τους δασκάλους της. Όταν μια δασκάλα ή ένας δάσκαλος της κεντρίζει την αίσθηση ότι είναι ξεχωριστή, ανταποκρίνεται άριστα στα καθήκοντά της. Χωρίς, όμως, αυτό το είδος ενίσχυσης, δεν αποδίδει. Η Αμαλία, όντας επίκεντρο της οικογενειακής προβολής, αναπτύσσει μια ιδιαιτέρως ευμετάβλητη λειτουργική διαφοροποίηση, εξόχως ευαίσθητη στους κραδασμούς των διαφόρων σχέσεών της. H Μαρία, έχοντας σαν ασπίδα απέναντι στη προβολική διαδικασία την Αμαλία, αναπτύσσει ασθενέστερη συγχώνευση με τη μητέρα της. Επομένως, η απόδοσή της εξαρτάται σε πιο περιορισμένο βαθμό από το συναισθηματικό κλίμα των σχέσεων.
Κάθε φορά που η Aμαλία παραπονιόταν για τον τρόπο με τον οποίο της φέρονταν τα άλλα παιδιά στο σχολείο, οι γονείς της τής έλεγαν να αδιαφορεί για τη γνώμη των άλλων. Όποτε η Aμαλία αποκτούσε έναν στενό φίλο, πληγωνόταν όταν εκείνος έστρεφε την προσοχή του σ’ ένα άλλο κοριτσάκι. Η Mάρθα, παρ’ ότι έκανε κήρυγμα στην Aμαλία πως δεν έπρεπε να δίνει σημασία στους άλλους, ταυτόχρονα οργάνωνε εξόδους και πάρτι με στόχο να καλλιεργήσει τις φιλίες, αλλά και την αυτοπεποίθηση της κόρης της. Ο Μιχάλης, μολονότι υποστήριζε ότι η Aμαλία θα έπρεπε να διεκπεραιώνει μόνη της τέτοιου είδους θέματα, σε γενικές γραμμές ακολουθούσε την πεπατημένη που χάραζε η Mάρθα.
Τα λόγια των γονέων δεν συνάδουν με τις πράξεις τους. Συμβουλεύουν την Aμαλία να μην είναι τόσο ευεπηρέαστη, αλλά οι διακηρύξεις τους έρχονται σε αντίθεση με τις ίδιες τους τις ενέργειες, αποκαλύπτοντας τις αμφιβολίες τους σχετικά με την ικανότητά της να τα βγάλει πέρα. Η Aμαλία υπεραντιδρά, όταν καταλαμβάνει την εξωτερική θέση ενός τριγώνου στις φιλικές της παρέες. Η στάση της αντανακλά τον προβολικό προγραμματισμό της από το γονεϊκό τρίγωνο για τέτοιου είδους αντιδράσεις σε θέματα σχέσεων.
Η σχέση της Mάρθας και της Αμαλίας, που είχε διασαλευθεί ήδη στα χρόνια του Δημοτικού, χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο στο Γυμνάσιο. Η Aμαλία άρχισε να παραπαίει στα μαθήματα και παραπονιόταν ότι ένιωθε σαν χαμένη στο σχολείο. Στα μάτια της Mάρθας η Aμαλία φαινόταν δυστυχισμένη. Η Mάρθα και ο Μιχάλης ζήτησαν τη γνώμη του παιδίατρου, που γνώριζε την Αμαλία από μικρή, μήπως έπρεπε να αποταθούν σε έναν ψυχοθεραπευτή. Τελικά κατέληξαν να της κάνουν ιδιαίτερα σε δύο μαθήματα, μολονότι ήξεραν πως η καρδιά του προβλήματος ήταν ότι η Aμαλία δεν διάβαζε όσο μπορούσε. Οι βαθμοί της δεν βελτιώθηκαν. Ο Μιχάλης την κατσάδιασε με σκληρά λόγια. Γι’ αυτόν η αδιαφορία της σήμαινε ότι τους απέρριπτε ως γονείς. Η Mάρθα τα ’βαλε με τον Μιχάλη, αν και ενδόμυχα είχε κατακυριευθεί και η ίδια από μια ακόμη πιο επικριτική διάθεση απέναντι στο παιδί. Στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν είχε αγωνιστεί με ζήλο και αυταπάρνηση για να προλάβει τέτοιου είδους εξελίξεις; Πώς μπόρεσε η Aμαλία να την απογοητεύσει τόσο πολύ; Τα καλοκαίρια, η Aμαλία, ελευθερωμένη από την πίεση του σχολείου, τα πήγαινε πολύ καλύτερα με τη μητέρα της.
Συνήθως οι γονείς επιπλήττουν το παιδί-δέκτη της οικογενειακής προβολής, όταν κατακρημνίζεται η σχολική του απόδοση. Του αρχίζουν φροντιστήριο ή καταφεύγουν σε κάποιον ειδικό, αντί να σκεφτούν τις αλλαγές που θα μπορούσαν να δρομολογήσουν οι ίδιοι στη δική τους στάση. Η Ιατρική, η Ψυχιατρική και το σύνολο της κοινωνίας, με τις τοποθετήσεις τους, ενισχύουν την προβολική εστίαση στο παιδί. Εξετάζουν τα προβλήματα της παιδικής ηλικίας από τη πλευρά της ατομικής ψυχοπαθολογίας και υπαινίσσονται ότι οι γονείς δεν παρέχουν στα παιδιά την απαιτούμενη προσοχή, φροντίδα και επίβλεψη.
Το τελειωτικό ρήγμα ανάμεσα στη μητέρα και την κόρη επήλθε όταν η Aμαλία πήγε στο Λύκειο. Η Mάρθα έβλεπε πως η κόρη της τής εκμυστηρευόταν όλο και λιγότερα για όσα συνέβαιναν στη ζωή της. Η Aμαλία έγινε πιο απόμακρη και οξύθυμη. Είχε αποκτήσει καινούργιες φιλίες, τις οποίες η Mάρθα δεν ενέκρινε. Ανακάλυψε επίσης τα αγόρια. Οι διενέξεις μητέρας και κόρης γίνονταν όλο και πιο συχνές. Η Aμαλία χρέωνε στους γονείς της ότι ζητούσαν να της επιβληθούν χωρίς να της δίνουν την ευκαιρία να πάρει τις δικές της αποφάσεις και να επιλέξει τους φίλους της. Την ενοχλούσαν οι έφοδοι της μητέρας της στο δωμάτιό της, όταν εκείνη έλειπε. Άρχισε να της λέει ψέματα σε μια προσπάθεια να αποφύγει τους περιορισμούς που ήθελε να της επιβάλει. Η Mάρθα ανησυχούσε μήπως η κόρη της έπαιρνε αλκοόλ ή ναρκωτικά. Έτρεμε το φυλλοκάρδι της μην της μοιάσει και σ’ αυτό. Τη ρώτησε στα ίσια, αλλά η Aμαλία φρόντισε να την καθησυχάσει.
Όταν η Mάρθα έχανε τον έλεγχο της κατάστασης, επενέβαινε ο Μιχάλης για να επιβάλει την τάξη. Κατηγορούσε την Aμαλία ότι δεν εκτιμούσε όσα έκαναν για κείνην και ότι προσπαθούσε εσκεμμένα να τους πληγώνει. Ζητούσε να μάθει τον λόγο γιατί δεν τους άκουγε. Η Aμαλία περνούσε στην αντεπίθεση και σ’ αυτό το σημείο πάντοτε παρενέβαινε πυροσβεστικά η Mάρθα. Η Aμαλία περνούσε περισσότερο χρόνο μακριά από το σπίτι. Οι γονείς της τής φαίνονταν ξένοι. Απέφευγε να τους μιλά. Μπλέχτηκε με διάφορες αλλοπρόσαλλες παρέες. Οι εξαλλοσύνες της έκαναν τους γονείς της να τρέμουν, αν και δεν ένιωθε ούτε η ίδια καλά με τον εαυτό της. Ο Μιχάλης και η Μάρθα «περί άλλα ετύρβαζαν». Στέκονταν στην επιδείνωση των βαθμών της. Της έκαναν κήρυγμα και της επέβαλλαν κυρώσεις, αλλά εις μάτην. Η Aμαλία ξέφευγε εύκολα απ’ όλες τις προσπάθειες να τη φέρουν στα νερά τους.
Όσο πιο ισχυρή είναι η προβολική διαδικασία της οικογένειας, τόσο πιο αδιάλλακτη γίνεται η εφηβική επανάσταση. Οι γονείς συνήθως αποδίδουν τις εκρήξεις της νεανικής θυμικότητας στην εφηβεία, αλλά η δική τους αντιδραστικότητα πυροδοτεί εξίσου την εφηβική εξέγερση, όσο και η αντιδραστικότητα του παιδιού. Όταν οι γονείς θέτουν το ερώτημα «γιατί το παιδί μου συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο» [αντί του ορθού «ποιες διαδικασίες οδήγησαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο»], φορτώνουν όλο το βάρος αυτής της αναπτυξιακής φάσης στις πλάτες του παιδιού και ασυνείδητα αποποιούνται των ευθυνών τους. Με τον ίδιο τρόπο ενοχοποιούν συχνά τις παρέες των παιδιών τους, καυτηριάζοντάς τις ως μια κακή έξωθεν επιρροή που παρασύρει τα παιδιά τους, στάση που εξισώνεται με απόπειρα συγκάλυψης των δικών τους ευθυνών. Οι συνομήλικοι ασκούν σημαντική επίδραση, αλλά το πόσο ευάλωτο είναι ένα παιδί στην πίεση της ομάδας των συνομηλίκων του εξαρτάται από την προγενέστερη ισχύ της θυμικής διαδικασίας στην οικογένειά του. Η εκτενής προβολή εκ μέρους της Μάρθας και του Μιχάλη τορπιλίζει την επικοινωνία τους μαζί της και απομονώνει την Aμαλία. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ένα παιδί που έχει έντονη συναισθηματική εξάρτηση από τους γονείς του, νιώθει απομακρυσμένο από αυτούς. Τα αδέλφια τα οποία έχουν δεχθεί ελάσσονα προβολική επιβάρυνση, περνούν πιο ομαλά την εφηβεία τους.
Ο Μιχάλης και η Mάρθα από τη μια επέπλητταν την Αμαλία και από την άλλη αρπάζονταν από οποιοδήποτε σημάδι δικής της βελτίωσης. Της παρείχαν υλικά κίνητρα –π.χ. «τρέντι» ρούχα– για να την κάνουν να νιώθει ξεχωριστή και σημαντική, ελπίζοντας ότι η ίδια θα ανταποκρινόταν. Καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών του οικογενειακού κυκλώνα με επίκεντρο την Aμαλία, η Μαρία δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερες δυσκολίες. Ήταν ωριμότερη από την Aμαλία, αλλά και αυτή δεν ήταν άμοιρη ευθυνών για το τι συνέβαινε. Για παράδειγμα, όταν οι γονείς μέμφονταν την Aμαλία για την αναταραχή στην οικογένεια, η Μαρία έπαιρνε το μέρος τους.
Στην παράταση των προβλημάτων ενός παιδιού συντείνουν εξίσου καθοριστικά τόσο η υπερβολική δοτικότητα και βοήθεια των γονέων, όσο και η επικριτική τους στάση. Ως έφηβη, η Aμαλία είναι στον ίδιο βαθμό αντιδραστική προς τους γονείς της όσο είναι και εκείνοι απέναντί της.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «πολυγενεαλογική διαδικασία μετάδοσης».
Η Μάρθα είναι η νεότερη από τρεις κόρες. Η μητέρα της, η Ευανθία, ναι μεν ήταν ικανή και τις φρόντιζε, αλλά ήταν παρεμβατική και στρυφνή, έχοντας την κριτική στο τσεπάκι με την πρώτη ευκαιρία. Η Μάρθα δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις επιθυμίες της μητέρας της. Οι αδελφές της έμοιαζαν να είναι πιο ασφαλείς και ικανές απ’ αυτήν. Από τα νεανικά της χρόνια ακόμη η Μάρθα δεν ένιωθε συνδεδεμένη με κάποιον από τους γονείς της και ειδικά με τη μητέρα της. Η ίδια αναρωτήθηκε κάποια στιγμή πώς είναι δυνατόν να μεγάλωσε σε μια φαινομενικά «φυσιολογική» οικογένεια και να αισθάνεται τόσο πολύ αναποφάσιστη. Κάθε φορά που αντιμετώπιζε κάποιο σημαντικό δίλημμα και έπρεπε να πάρει μια απόφαση στη ζωή της, η μητέρα της η Ευανθία παρενέβαινε και επηρέαζε τις επιλογές της. Η μητέρα της την προέτρεπε να αποφασίζει μόνη της για τον εαυτό της, αλλά οι πράξεις της δεν ταίριαζαν με τα λόγια της. Ένας από τους μεγαλύτερους φόβους της Ευανθίας ήταν ότι η Μάρθα θα κατέληγε σε λανθασμένες αποφάσεις. Με τον καιρό, οι αδελφές της υιοθέτησαν απέναντί της παρόμοια στάση με τη μητέρα τους. Της συμπεριφέρονταν σαν να ήταν το μωρό της οικογένειας, που χρειαζόταν ειδικού τύπου καθοδήγηση. Ο πατέρας της Μάρθας, ο Θοδωρής, αν και στενοχωριόταν για τη Μάρθα, παρέμενε μακριά από τις οικογενειακές υποθέσεις. Η Μάρθα σιχαινόταν την ανασφάλειά της που την έκανε να κρέμεται από τα ψίχουλα επιδοκιμασίας των άλλων. Οίκτιρε τον εαυτό της επειδή δεν άντεχε να πορευθεί ανεξάρτητα. Το σαράκι, όμως, της διστακτικότητας και της αμφιβολίας για τις αποφάσεις της την έσπρωχνε συχνά στη μητρική σκέπη για οδηγίες.
Η προβολική διαδικασία επικεντρώθηκε στη Μάρθα. Η υπερλειτουργικότητα της μητέρας ενίσχυσε την υπολειτουργικότητα της Μάρθας. Η Μάρθα μεμφόταν σε απίστευτο βαθμό τον εαυτό της για τη δυστοκία της στη λήψη αποφάσεων και την έλλειψη αυτενέργειας. Η άμετρη ανάγκη της για αποδοχή αντικατοπτρίζει τον υψηλό βαθμό συγχώνευσής της με τη μητέρα της. Ο τρόπος που «έμαθε» για να αντιρροπεί τις οξύνσεις με τη μητέρα της ήταν η συναισθηματική απομάκρυνση. Αυτά τα βασικά πρότυπα επαναλήφθηκαν αργότερα τόσο στον γάμο της όσο και στη σχέση της με την Αμαλία.
Η μητέρα της Μάρθας, η Ευανθία, ήταν το μεγαλύτερο παιδί στην οικογένειά της. Λειτουργούσε ως δεύτερος γονιός για τα τρία μικρότερα αδέλφια της από τότε που η μητέρα της απέκτησε χρόνια αναπηρία, μετά τη γέννηση του τελευταίου παιδιού. Με την ενθάρρυνση του πατέρα της, είχε αναλάβει επίσης το μεγαλύτερο μέρος της φροντίδας για τη μητέρα της. Η Ευανθία εισέπραττε μεγάλη επιβράβευση με την αποδοχή που της έδειχναν και οι δύο γονείς της, ιδιαίτερα ο πατέρας της. Ο πατέρας της συχνά τα ’βαζε με τη γυναίκα του, επιμένοντας πως, αν προσπαθούσε, θα μπορούσε να πετύχει πολύ περισσότερα για τον εαυτό της. Η μητέρα της Ευανθίας και γιαγιά της Μάρθας αντιδρούσε στις επικρίσεις του μένοντας στο κρεβάτι, πολλές φορές για μέρες ολάκερες. Η Ευανθία αντλούσε ικανοποίηση φροντίζοντας τους άλλους, νιώθοντας ότι την είχαν ανάγκη.
Η μητέρα της Μάρθας, η Ευανθία, κατά πάσα πιθανότητα, είχε μια εξίσου επιβαρυμένη σχέση με τους γονείς της, όσο και εκείνη που ανέπτυξε αργότερα με τη Μάρθα, μολονότι η μορφή των δυο σχέσεων ήταν διαφορετική. Στην πυρηνική οικογένεια της Ευανθίας επικρατούσαν δύο μορφότυπα σχέσεων: η δυσλειτουργία του ενός συζύγου και η προβολή σ’ ένα παιδί, την Ευανθία. Η Ευανθία ήταν ισχυρά τριγωνοποιημένη με τους γονείς και τα μικρότερα αδέλφια της, καταλαμβάνοντας τη λειτουργική θέση του ατόμου που υπερλειτουργεί για λογαριασμό των άλλων. Με άλλα λόγια, έμαθε να αντιμετωπίζει τις ανάγκες της για συναισθηματική προσέγγιση μεριμνώντας για τους άλλους, ένα πρότυπο το οποίο αναπαρήγαγε και με τη Μάρθα.
Ο Μιχάλης ήταν το μοναχοπαίδι μιας τυπικής ελληνικής οικογένειας. Γνώρισε τη Μάρθα στο Λύκειο. Η μητέρα του Μιχάλη, η Δήμητρα, άρχισε να έχει σοβαρές κρίσεις κατάθλιψης την περίοδο περίπου που εκείνος ξεκίνησε το Δημοτικό. Εισήχθη δύο φορές σε ψυχιατρική κλινική, τη μια φορά από υπερβολική δόση ηρεμιστικών. Στον Μιχάλη προκαλούσαν αλλεργία οι τόσες κακοδαιμονίες της μητέρας του και είχε κρατήσει αποστάσεις από εκείνη, ιδίως κατά την εφηβεία του. Αν και τη θεωρούσε ανίσχυρη και τη φρόντιζε, εντούτοις δυσανασχετούσε που δεν κατέβαλλε μεγαλύτερες προσπάθειες εκείνη. Από την άλλη μεριά, όμως, ήξερε ότι πάντα του παραστεκόταν με όποιον τρόπο μπορούσε. Με τον πατέρα του Νίκο διατηρούσε μια αρκετά καλή σχέση, αλλά πίστευε ότι εκείνος χειροτέρευε την κατάσταση με τη στάση του να επιδιώκει ειρήνη πάση θυσία. Ήταν ευκολότερο για τον πατέρα του να υποκύπτει στις, ενίοτε, παιδιάστικες ιδιοτροπίες της γυναίκας του παρά να της θέτει όρια. Ο Μιχάλης έπαιρνε μια άλλη στάση απέναντι στη Δήμητρα. Αντιδρούσε επικριτικά στις απαιτήσεις της. Η συμπεριφορά του Μιχάλη προς τη μητέρα του Δήμητρα έμοιαζε μ’ εκείνη που είχε η μητέρα του προς τον πατέρα του. Τη Δήμητρα τη δυσαρεστούσε η παθητικότητα του Νίκου. Τον κατηγορούσε ότι δεν ενδιαφερόταν πραγματικά γι’ αυτήν. Πως έκανε ό,τι έκανε, μόνο επειδή εκείνη το απαιτούσε. Η Δήμητρα λάτρευε τον γιο της και ζήλευε οποιονδήποτε άνθρωπο τον κρατούσε μακριά της.
Κατά πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, τα γονεϊκά τρίγωνα του Μιχάλη και της Μάρθας ήταν και ομοιότυπα και συμπληρωματικά, παράγοντας συμπληρωματικές προσωπικότητες. Σε αμφότερα τα τρίγωνα υπάρχει μια ισχυρή συγχώνευση της μητέρας με το παιδί. Μιχάλης και Μάρθα υπήρξαν τριγωνοποιημένα παιδιά, πάνω στα οποία κατά κύριο λόγο στράφηκε η προβολική διαδικασία των οικογενειών τους. Η Δήμητρα εξοικειώνει τον Μιχάλη με δύο πράγματα: να του είναι απαραίτητη η στήριξη από τη σημαντική γυναίκα της ζωής του και να αντιδρά αρνητικά στην έκφραση των αναγκών της. Το γονεϊκό τρίγωνο του Μιχάλη υπέθαλψε επίσης την πεποίθησή του ότι εκείνος «ξέρει καλύτερα». Με τη Δήμητρα υπολειτουργική και απαιτητική, τον Νίκο να αποφεύγει την αντιπαράθεση και να υποχωρεί, έμενε ο Μιχάλης για να ενσαρκώσει τη «λειτουργική θέση» του ανθρώπου που βγάζει τα συναισθηματικά κάστανα από τη φωτιά. Αντιθέτως, η Ευανθία, όντας δυναμική και πολυπράγμων, προγραμματίζει τη Μάρθα να μην έχει αυτοπεποίθηση και να είναι υπολειτουργική.
Η Δήμητρα υπήρξε το αστέρι της οικογένειάς της. Ήταν εξαίρετη μαθήτρια και αθλήτρια. Με τη μητέρα της διατηρούσε μια εξαιρετικά συγκρουσιακή σχέση, ενώ για τον πατέρα της είχε σχηματίσει μια ωραιοποιημένη εικόνα. Γνώρισε τον πατέρα του Μιχάλη, τον Νίκο, όταν ήταν και οι δύο στις τελευταίες τάξεις του εξατάξιου γυμνασίου. Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερός της και όταν αποφοίτησε, εκείνη εγκατέλειψε τις φιλοδοξίες της για σπουδές για να τον παντρευτεί. Οι γονείς της αναστατώθηκαν πολύ με αυτή της την απόφαση. Ο Νίκος είχε πολλά εκκρεμή θέματα όταν γνώρισε τη μέλλουσα γυναίκα του, όμως ήταν εκείνη που χρειαζόταν. Με την υποστήριξή της δημιούργησε μια πολύ πετυχημένη καριέρα. Το επίπεδο της επαγγελματικής λειτουργικότητάς του ήταν κατά πολύ υψηλότερο από εκείνο που επεδείκνυε μέσα στην οικογένεια.
Ο πατέρας του Μιχάλη, ο Νίκος, «δανείστηκε εαυτό» από τη γυναίκα του Δήμητρα καί έτσι επαύξησε τη λειτουργική του διαφοροποίηση. Η Δήμητρα ήταν το πρόσωπο που σε πρώτη φάση έκανε εσωτερικές προσαρμογές και παραχωρήσεις. Μείωσε τη λειτουργική της διαφοροποίηση και «έχασε εαυτό» προς όφελος του άντρα της, άρα μετέτρεψε τον εαυτό της στο πρώτο πρόσωπο που θα είχε πιθανότητες να εκδηλώσει συμπτώματα μέσα στο οικογενειακό σύστημα.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «σειρά γέννησης των αδελφών».
Η Μάρθα είναι το υστερότοκο παιδί μιας οικογένειας με τρία κορίτσια. Υπήρξε το παιδί που συγκέντρωνε πάνω του το ενδιαφέρον της οικογένειάς της. Συγκρίνοντας τις λειτουργικές θέσεις που κατέχουν στις πυρηνικές τους οικογένειες, η Μάρθα, σε σχέση με τη μητέρα της την Ευανθία, καταλαμβάνει τη διαμετρικά αντίθετη θέση. Η Ευανθία είναι πρωτότοκη με άλλα τρία αδέλφια. Μεγάλωσε σε μια οικογένεια όπου η δική της μητέρα είχε χρόνια αναπηρία. Όλη της η ζωή ήταν αφιερωμένη στο να περιποιείται και να νουθετεί τους άλλους.
Η Ευανθία συνεπώς είναι μια όχι καλά διαφοροποιημένη μεγαλύτερη κόρη. Η δική της ξέφρενη κυριαρχικότητα και υπερδραστηριότητα, χωρίς να το θέλει, υπέσκαπτε τη λειτουργικότητα της Μάρθας, του στερνοπαιδιού της. Η Μάρθα κατείχε το άλλο άκρο του φάσματος, έχοντας εξελιχθεί σ’ ένα άτομο αναποφάσιστο, ανίκανο να τα βγάλει πέρα και, το χειρότερο, ένα άτομο που καταφερόταν εναντίον του εαυτού του. Ο πατέρας της Μάρθας, ο Θοδωρής, ήταν το στερνοπαίδι –όπως και η Μάρθα–, αλλά σε μια οικογένεια πέντε παιδιών.
Η Μάρθα, λόγω του ότι είχε στραμμένη την προσοχή της μητέρας της πάνω της, ανέπτυξε υπέρ το δέον όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του στερνοπαιδιού που είναι προβληματικά. Η λειτουργικότητα της μητέρας έδινε τον τόνο στην οικογένεια. Σε περίπτωση προβλήματος η μητέρα, ως πρωτότοκη, έπαιρνε πρωτοβουλίες και αναλάμβανε δράση, ο δε πατέρας ως στερνοπαίδι ακολουθούσε.
Ο Μιχάλης είναι μοναχοπαίδι που –όπως και η μητέρα της Μάρθας– είχε ανατραφεί από μια οικογένεια στην οποία η μητέρα είχε πολλά προβλήματα. Ο πατέρας του Μιχάλη, ο Νίκος, είναι ο μικρότερος αδελφός μιας αδελφής και η μητέρα του είναι η μεγαλύτερη αδελφή αδελφού, θέσεις συμπληρωματικές και συμβατές μεταξύ τους. Η μητέρα του Μιχάλη, η Δήμητρα, ήταν το παιδί που υπήρξε ο κύριος δέκτης της προβολής των γονιών της: μια προσοχή που έπαιρνε τη μορφή προσδοκιών για υψηλές αποδόσεις, ανάκατη με περισσή ανησυχία εκ μέρους της οικογένειας για το κατά πόσον θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε αυτές. Σε πολλούς τομείς ο Νίκος είχε ανυπέρθετη ανάγκη την επιβεβαίωση και την καθοδήγηση που του πρόσφερε η γυναίκα του, ακόμα και την περίοδο που αυτή είχε κατάθλιψη.
Ο θυμικός προγραμματισμός του Μιχάλη στο τρίγωνο της πυρηνικής του οικογένειας τον έκανε το τέλειο ταίρι για τη Μάρθα. Ο Μιχάλης έχει κοινά γνωρίσματα με τη μητέρα της Μάρθας ως προς τη λειτουργική του θέση μέσα στην οικογένεια. Η θέση του Μιχάλη –μοναχοπαίδι, του οποίου ο πατέρας ήταν υστερότοκο παιδί– τον εκπαιδεύει να γίνει ένας κάπως απρόθυμος αρχηγός στην πυρηνική του οικογένεια. Θέλει η Μάρθα να λειτουργεί καλύτερα και να αναλαμβάνει περισσότερες ευθύνες. Δεν είναι εξοικειωμένος να δέχεται εξ ολοκλήρου την πίεση. Παρόλο που στον γάμο έχει την πάνω θέση, εξαρτάται από τη Μάρθα με τον ίδιο τρόπο που ο πατέρας του ο Νίκος εξαρτιόταν από τη Δήμητρα.
Κλινικό παράδειγμα της έννοιας «θυμική αποκοπή».
Ούτε ο Μιχάλης ούτε η Μάρθα ήθελαν να ζουν κοντά στις οικογένειές τους. Μόλις προτάθηκε στον Μιχάλη μια επικερδέστερη απασχόληση σε άλλη πόλη, την καλοδέχτηκαν. Οι γονείς του ενοχλήθηκαν, ειδικά η μητέρα του Δήμητρα. Ο Μιχάλης ένιωθε τύψεις για την απομάκρυνσή του. Τηλεφωνούσε σπίτι κάθε εβδομάδα. Συνήθως μετά ένιωθε άσχημα. Κανόνιζε να συνδυάζει εργασία και ταξίδια με ολιγόχρονες επισκέψεις στους γονείς του. Αισθανόταν σαν να τον υποχρέωνε η μητέρα του σε «ταξίδια ενοχής» με το να του τονίζει πόσο άσχημα ήταν και πόσο πολύ επιθυμούσε να τον δει. Ποτέ δεν έκανε τον κόπο να τον ρωτήσει αν η εταιρεία του μπορούσε να τον μεταθέσει πιο κοντά. Για τον Μιχάλη ήταν ευκολότερο να μιλά με τον πατέρα του Νίκο. Συζητούσαν κυρίως για την εργασία του και για το πώς περνάει ο Νίκος σαν συνταξιούχος.
Συνήθως τα άτομα έχουν ανεπίλυτες θυμικές προσκολλήσεις περισσότερο με τη μητέρα παρά με τον πατέρα. Το γονεϊκό τρίγωνο δημιουργείται με επίκεντρο τη δυάδα μητέρα-παιδί, με τον πατέρα να καταλαμβάνει την εξωτερική θέση.
Τα πρώτα χρόνια η Μάρθα συμμετείχε κάποιες φορές στα τηλεφωνήματα του Μιχάλη στο σπίτι, αλλά καθώς τα προβλήματά τους μεγάλωναν, το έκοψε. Ο Μιχάλης δεν έλεγε πολλά στους γονείς του σχετικά με τον αλκοολισμό της Μάρθας ή σχετικά με τις δυσκολίες του γάμου τους. Τους ενημέρωνε, όμως, σχετικά με το παιδί. Ο Μιχάλης, η Μάρθα και το παιδί συνήθως έκαναν μια επίσκεψη στους γονείς του Μιχάλη κάθε χρόνο. Δεν ανυπομονούσαν για τις τέσσερις μέρες που θα πέρναγαν εκεί. Γνώριζαν, όμως, ότι η μητέρα του Μιχάλη περνούσε καλά έχοντάς τους κοντά της. Η Μάρθα δεν μίλαγε ποτέ στους γονείς του Μιχάλη για το ποτό ή τις συζυγικές διαμάχες. Με τη Δήμητρα προτιμούσε να συζητά για την Αμαλία. Η Αμαλία συχνά πάθαινε ωτίτιδες κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τα ταξίδια τους.
Συχνά, ένα ή περισσότερα μέλη αρρωσταίνουν κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά τα ταξίδια στην πατρική οικία. Η Αμαλία ήταν περισσότερο τρωτή λόγω της έντονης προβολικής εστίασης σ’ αυτήν.
Η Μάρθα ακολούθησε μια παραπλήσια στάση με αυτήν του Μιχάλη στις δοσοληψίες της με την οικογένειά της. Η διαφορά ήταν ότι οι γονείς της έρχονταν να τους δουν αραιά και πού. Όταν έρχονταν, η μητέρα της Ευανθία της τα ’ψελνε τόσο για το ποτό, όσο και για την ανατροφή της Αμαλίας. Η Μάρθα έτρεμε τις επισκέψεις της και παραπονιόταν στον Μιχάλη για μέρες μετά την επιστροφή των γονιών της στο σπίτι. Βαθύτερα μέσα της, ωστόσο, η Μάρθα πίστευε πως η μητέρα της είχε δίκιο γι’ αυτήν. Όταν η Μάρθα απέφευγε να της μιλήσει, η Ευανθία πίεζε τον Μιχάλη για να του αποσπάσει πληροφορίες. Με τα χρόνια κάμφθηκαν οι αντιστάσεις του Μιχάλη και με αυξανόμενη προθυμία «έθαβε» τη Μάρθα στην Ευανθία.
Δεδομένων των εντυπωσιακών παραλληλιών ανάμεσα στις συγχωνεύσεις που εμφανίζουν ο Μιχάλης και η Μάρθα με τις οικογένειές τους και των εκκρεμοτήτων του γάμου τους, είναι ξεκάθαρο ότι η θυμική αποκοπή δεν ελαφρώνει το ζευγάρι από τα βάρη που έχουν συσσωρευθεί, απλώς μεταθέτει την εναντίωση από τη συζυγική σχέση στη σχέση γονιών – Αμαλίας.
Κλινικό σχόλιο επί της «κοινωνικής θυμικής διαδικασίας».
Είναι δυσκολότερο για τις οικογένειες να μεγαλώνουν παιδιά σε περιόδους κοινωνικής παλινδρόμησης απ’ ό,τι σε περιόδους ηρεμίας. Η διασάλευση των κοινωνικών κανόνων καθιστά ακανθώδες για τους λιγότερο διαφοροποιημένους γονείς, όπως τον Μιχάλη και τη Mάρθα, το έργο της οριοθέτησης των παιδιών τους. Η διόγκωση των βαθμών σε πολλά σχολικά συστήματα οδήγησε στο να περνούν οι μαθητές τις τάξεις με απειροελάχιστο κόπο. Αν τα σχολεία αποπειραθούν να επιτελέσουν το καθήκον τους και βάλουν όρια, συχνά αντιμετωπίζουν καταγγελίες από μια μερίδα ενοχλημένων γονέων. Η ακάθεκτη εξάπλωση των ναρκωτικών και του αλκοόλ παρέχει στους γονείς των εφήβων ακόμη περισσότερους λόγους για να ανησυχούν. Σα να μην έφταναν αυτά, η κοινωνία ψέγει συνολικά τους γονείς ως ανεπαρκείς στο να στηρίζουν και να επιτηρούν τις δραστηριότητες των παιδιών τους. Βλέποντας ότι τα παιδιά νιώθουν συναισθηματικά αποκομμένα από τους γονείς τους και αποξενωμένα από τις αξίες τους, οι σύγχρονοι κήνσορες δεν αντιλαμβάνονται πόθεν προέρχονται οι εντάσεις που γεννούν αυτή την αποξένωση και παρωθούν εσφαλμένα τους γονείς να κάνουν περισσότερα απ’ όσα ήδη έχουν κάνει. Είναι αναμφίβολο ότι τα παιδιά, ιδίως στις μέρες μας, χρειάζονται απεγνωσμένα τη φροντίδα των γονιών τους, καθώς και το καταστάλαγμα των εμπειριών που αποκόμισαν από τη ζωή οι παλαιότερες γενιές. Το επίμαχο ζήτημα δεν είναι πόσο χρόνο και κόπο αφιερώνουν οι μεγαλύτεροι, αλλά πώς τοποθετούνται απέναντι στον εαυτό τους και στη νεότερη γενιά.
Η διόγκωση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι νέοι είναι μέρος μιας συνολικής κοινωνικής θυμικής διαδικασίας, ουσιώδες τμήμα της οποίας είναι η αγχώδης εστίαση των προηγούμενων γενεών στις επόμενες. Θα ήταν πιο αποδοτικό αν οι γονείς εξέταζαν τη δική τους συνεισφορά στην κοινωνική παλινδρόμηση και ασχολούνταν με τον εαυτό τους αντί να εστιάζονται στη βελτίωση των μελλοντικών γενεών.