ΠΟΛΥΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΕΑΥΤΟΣ

Η προβληματική περί Εαυτού 

Κωστής Ζερβάνος

Η συζήτηση σχετικά με τη φύση της «εαυτότητας» χρονολογείται από την εποχή του Καρτέσιου (1641). Ο Ουίλιαμ Τζέιμς (1890) εισάγει την κλασική πλέον διάκριση μεταξύ του «I» και του «Me», μεταξύ του εαυτού ως γνωρίζοντος υποκειμένου (καθαρού εγώ) και του εαυτού ως αντικειμένου γνώσης (εμπειρικού εαυτού).

Στη θεωρία του Γιουνγκ, ο εαυτός είναι το πιο σημαντικό, αλλά και το πιο δύσκολο στην κατανόηση αρχέτυπο. Σύμφωνα με τον Γιουνγκ παριστά το «συνεκτικό όλον», ενοποιώντας τόσο τη συνείδηση όσο και τον ασύνειδο νου ενός ατόμου. Ο εαυτός, εκτός του ότι είναι το κέντρο της ψυχής, είναι και αυτόνομος, που σημαίνει ότι υπάρχει εκτός χρόνου και χώρου. Ο Γιουνγκ χαρακτήρισε τον εαυτό με τον όρο imago dei, εικόνα Θεού.

Η αποκαλούμενη «Ψυχολογία του Εαυτού» έχει αναπτυχθεί τόσο από τους «θεωρητικούς της προσωπικότητας», όσο και από τους κοινωνικούς ψυχολόγους. Οι θεωρητικοί της προσωπικότητας, κυρίως, έχουν ανάγει τον εαυτό σε έναν καθοριστικό παράγοντα στη διάπλαση των αντιλήψεων περί κοινωνίας και στην απόδοση νοήματος στις διαδικασίες της απόφανσης, καθώς και σε ουσιαστικό συστατικό στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων.

Η Ψυχολογία του Εαυτού πραγματεύεται τους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι και ορίζουν τα χαρακτηριστικά τους και το πως χειρίζονται την κοινωνική ανατροφοδότηση για να παρακολουθούν την πρόοδό τους έναντι των στόχων που έχουν θέσει (αυτορρύθμιση). Αναδιφά, επίσης, στην επίδραση των προσωπικών προτύπων, προσδοκιών και αξιών στην αντίληψη των άλλων, καθώς και το πώς οι άνθρωποι συντηρούν την επιθυμητή αυτοεικόνα. Η Ψυχολογία του Εαυτού έχει μελετήσει τον εαυτό είτε από τη σκοπιά του πώς αντιλαμβανόμαστε την ιδιοπροσωπία μας, είτε από τη σκοπιά του πώς κατανοούμε τα βιώματά μας.

Ο όρος Self έχει αξιοποιηθεί από τους ψυχαναλυτές της αγγλικής σχολής, με προεξάρχοντα τον Ντόναλτ Γουίνικοτ και της αμερικάνικης, με εκπρόσωπο τον Χάιντζ Κόχουτ για να κατανοηθούν και ως εκ τούτου, να αντιμετωπισθούν ψυχοθεραπευτικά ασθενείς με διαταραχές προσωπικότητας ή με σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές όπως οι ψυχώσεις. Η διάκριση ανάμεσα στον «αληθινό» (true self) και στον «ψεύτικο» εαυτό (false self), που εισάγει ως ψυχαναλυτικό εργαλείο ο Γουίνικοτ το 1960, προαναγγέλλεται από τον Έριχ Φρομ ο οποίος το 1941 μιλά για τον «αυθεντικό εαυτό» (original self) και τον «ψευδή εαυτό» (pseudo self), και της Κάρεν Χόρνεϊ το 1950, που αντιλαμβάνεται τον εαυτό ως τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης και τον διαχωρίζει στον «πραγματικό εαυτό» (real self) και τον «ιδανικό εαυτό» (ideal self).

Εν γένει, οι τρέχουσες απόψεις στην Ψυχολογία κατατείνουν στο ότι η έννοια του εαυτού είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση της δημιουργίας της γνώσης και της συναισθηματικής διάθεσης, στην κατανόηση των ανθρώπινων κινήτρων, καθώς και της «κοινωνικής ταυτότητας».

Η ενασχόληση με το τι είναι ο εαυτός, παρ’ όλες τις θεωρητικές δυσχέρειες που εμφανίζει, προσπορίζει και μερικές ανεκτίμητες ευχέρειες. Το να εξετάσει κανείς τις ψυχονοητικές και κοινωνικοπολιτισμικές όψεις του ατόμου, αντιμετωπίζοντάς τες απλώς ως συστήματα που αλληλεπιδρούν, αποτελεί ένα προσιτό εγχείρημα που, όμως, είναι ελλιπές και απρόσωπο. Χρειάζεται να συμπληρωθεί με κάποιους όρους που εξετάζει εξονυχιστικά ο τομέας της «Ψυχολογίας του Εαυτού». Επιγραμματικά αναφέρω τους όρους αυτοαντίληψη, αυτοεκτίμηση, αυτοπεποίθηση, αυτοεξαπάτηση, με αποκορύφωμα την αυτογνωσία. Χωρίς αυτές τις έννοιες, που βρίσκονται σε καθημερινή χρήση, δεν υφίσταται σύγχρονος φιλοσοφικός στοχασμός.

Η έννοια των χαρτογραφήσεων: ένα νέο εννοιολογικό εργαλείο

Κωστής Ζερβάνος

Η ιδέα ότι το ψυχικό όργανο, συγκροτείται από διακριτές πτυχές είναι αρχαιότατη. Διαχρονικά, οι κατηγοριοποιήσεις που πρότειναν οι μεγάλοι στοχαστές δεν διατυπώθηκαν «χάριν θεωρίας», αλλά αποσκοπούσαν στην κατάστρωση ενός ερμηνευτικού, συνάμα και πρακτικού προτάγματος ζωής. Το άπειρο βάθος των στρωματώσεων του εαυτού αποδίδεται γλαφυρά σ’ ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου, αρκεί ν’ αντικαταστήσουμε τη λέξη ψυχή με τη λέξη εαυτός.

«”Ψυχής πείρατα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν, ούτω βαθύν λόγον έχει» (τα σύνορα της ψυχής δεν θα μπορέσεις  να τα ανακαλύψεις όσο κι αν προχωρήσεις, ακόμη κι αν πορευθείς πάνω σε όλους τους δρόμους, τόσο βαθύ λόγο έχει η ψυχή).

Από τον Πλάτωνα, διαμέσου του μεσαίωνα μέχρι τις μέρες μας, η τρισυπόστατη διαίρεση του ψυχισμού ασκεί μια μεταφυσική σαγήνη. Ο Πλάτων ορίζει τρεις διαστάσεις της ψυχής: το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμοειδές. Ο Μάξιμος ο Ομολογητής διακρίνει τρεις δυνάμεις: τον λόγο, τον θυμό και την επιθυμία. Ο Φρόιντ προτείνει δύο τριάδες με την «πρώτη» και τη «δεύτερη τοπική» υπόθεση: Συνειδητό – Προσυνείδητο – Ασυνείδητο καθώς και Υπερεγώ – Εγώ – Αυτό. Ο Μπόουεν μιλά για τα τρία συστήματα του εαυτού: το συγκινησιακό, το συναισθηματικό και το διανοητικό.

Άλλοι διακρίνουν τον ανθρώπινο ψυχισμό σε περισσότερα τμήματα. Επί παραδείγματι, ο φιλόσοφος Τζορτζ Χέρμπερτ Μηντ διερεύνησε τους «ρόλους» στο έργο του Mind, self and society (1934). Η Βιρτζίνια Σατίρ  μιλά για «Τα πολλά μας πρόσωπα», ο δε Ρίτσαρντ  Σβαρτς  για τους «πολλαπλούς εαυτούς» – «υποεαυτούς» μας (multiple selves – subselves).

Το πρώτο πρόβλημα προς επίλυση που εμπεριέχουν οι προηγούμενες θεωρητικές προτάσεις είναι ότι η θεμελίωσή τους βασίζεται στις επινεύσεις ή στις κλινικές παρατηρήσεις των στοχαστών που τις διατύπωσαν και οι οποίες δεν αντλούνται, ούτε διασταυρώνονται πρωτογενώς με τα δεδομένα άλλων επιστημονικών τομέων.

Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι τα πορίσματα της σύγχρονης Νευροεπιστήμης και της Φυσικής, όταν εφαρμοστούν στη μελέτη του εαυτού διαμορφώνουν μια εικόνα των πραγμάτων στην οποία η Ψυχολογία και η Φιλοσοφία όχι μόνο δεν έχουν διεισδύσει αλλά ούτε καν ψηλαφήσει. Ο εαυτός «εξαϋλώνεται» αφήνοντας ένα τοπίο αφαιρετικό, ρευστό, αχανές, αποτελούμενο από ψυχοβιολογικές δυναμικές περισσότερο ή λιγότερο απρόσωπες. Ο εαυτός διαφαίνεται ότι είναι ταυτοχρόνως συνεχής και ασυνεχής, ορισμένος και αόριστος, περιορισμένος και απεριόριστος, προσωπικός και υπερπροσωπικός, ενιαίος και πολύμορφος, ατομικότητα και συλλογικότητα. Το εννοιολογικό εργαλείο που καθιστά τον εαυτό, παρατηρήσιμο, απτό και διαχειρίσιμο είναι η έννοια των χαρτογραφήσεων, η οποία αποτελεί και την πρωτότυπη συνεισφορά αυτού του βιβλίου στον διάλογο για τον εαυτό.

Τα στάδια διάπλασης των χαρτογραφήσεων.

Κωστής Ζερβάνος

Μια γενικώς παραδεκτή διατύπωση είναι ότι η αίσθηση του εαυτού αναφύεται στη διεπαφή (interface) μεταξύ του κοινωνικοπολιτισμικού δικτύου του ατόμου και των εσωτερικών βιολογικών του διεργασιών. Θεωρώ ότι και αυτός ο ορισμός είναι περιοριστικός. Ο εαυτός είναι ένα ανοικτό σύστημα άυλων και υλικών συστημάτων ποικίλλουσας πολυπλοκότητας που, εν τέλει, ανάγονται στις απώτατες δημιουργικές δυνάμεις της Φύσης και της Ζωής.

Μολονότι ο εαυτός είναι ταυτοχρόνως άπειρος αλλά και πεπερασμένος, όλα τα ανθρώπινα όντα βιώνουν, κατά το μάλλον ή ήττον, μίαν αίσθηση συγκροτημένης και συγκεκριμένης εαυτότητας. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την ύπαρξή τους ως μια ξέχωρη οντότητα από τους άλλους. Η αίσθηση του ενιαίου εαυτού καθρεφτίζει τη σταθερότητα που χαρακτηρίζει τον βιολογικό οργανωτικό πυρήνα του ανθρώπου.

Η πορεία για τη σύμπηξη των χαρτογραφήσεων διέρχεται από πολλά διαδοχικά στάδια. Ο οργανισμός είναι εξοπλισμένος με διαφορετικής πολυπλοκότητας συστήματα αντιληπτικότητας και απάντησης στα ερεθίσματα που δέχεται από το περιβάλλον, αλλά και από το ίδιο το σώμα. Ο Μπόουεν διέκρινε τρία συστήματα: Το θυμικό ή συγκινησιακό (emotional system), το συναισθηματικό (feeling system) και το διανοητικό σύστημα (intellectual system). Το θυμικό διαθέτει ένα ευρύ πεδίο δράσης που ξεκινά από τις πλέον ενστικτώδεις αποκρίσεις και καταλήγει σ’ αυτές που περιέχουν ένα αμάλγαμα αυτόματων και μαθημένων στοιχείων. Το συναισθηματικό σύστημα συνιστά τον σύνδεσμο μεταξύ του θυμικού και του διανοητικού συστήματος. Το διανοητικό επιτρέπει στον άνθρωπο να κυβερνά κάποιους τομείς της ζωής του σύμφωνα με τις επιταγές της σύνεσης.

Το θυμικό είναι το πρωτογενές σύστημα ταχείας αξιολόγησης των δεδομένων επικοινωνίας και συμπεριφοράς. Είναι ο «αυτόματος πιλότος» του οργανισμού. Στα κοινωνικά όντα έχει διφυή υπόσταση, τόσο ατομική όσο και συλλογική. Τα ατομικά θυμικά συστήματα παραλληλίζονται με τους κόμβους ενός «αόρατου διαδικτύου» που συνδέει τους πάντες και τα πάντα. Τα συλλογικά θυμικά συστήματα μοιάζουν μ’ έναν μαγνήτη που δεν αφήνει ανεπηρέαστο κανένα ατομικό σύστημα που βρίσκεται στην εμβέλειά του.

Το θυμικό σύστημα υπεισέρχεται σε τομείς που μέχρι πρότινος τους αποδίδαμε στην έλλογη νόηση. Στον άνθρωπο αυτή η ενστικτώδης ευφυΐα είναι απλόχερη, καλά κρυμμένη και παραγνωρισμένη. Μόνο σε ιδιάζουσες και ακραίες περιπτώσεις έχουμε τη δυνατότητα να κατανοήσουμε το μέγεθός της. Η αριστοτεχνικότητα και η ισχύς του θυμικού είναι ακαταγώνιστες. Αυτό ενδέχεται να οφείλεται στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία του οργανισμού.

Ο εγκέφαλος δεν αποδέχεται την πραγματικότητα που εισπράττει μέσω των αισθήσεων αυτούσια, ως έχει. Την «κατασκευάζει» σε όλα τα επίπεδα επεξεργασίας, από το απλούστερο ως το συνθετότερο. Ο βαθμός της ανακατασκευής της εξωτερικής πραγματικότητας είναι τόσο εκτεταμένος, που δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με τους αρχαίους Σκεπτικούς, ότι, δηλαδή, είναι ανέφικτο να αποφανθούμε με καταφατικό τρόπο για την απόλυτη αλήθεια οιασδήποτε πρότασης. Τα νοήματα και οι έννοιες δύνανται να οριστούν μόνο σχετικά, η μία σε σχέση με τις άλλες•· εξίσου ό,τι αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος ως «εσωτερικό ψυχικό κόσμο» είναι μία κατασκευή. Οικοδομούμε τη δική μας πραγματικότητα και κατοικούμε μέσα σ’ αυτήν. Υπό κανονικές συνθήκες επαληθεύεται το απόφθεγμα του Νίτσε:

«Οι αλήθειες είναι ψευδαισθήσεις που κάποιος έχει ξεχάσει πως είναι ψευδαισθήσεις».

Σε κάθε περίπτωση η αντίληψη της πραγματικότητας, βασίζεται σε «προκατασκευές». Μπορούμε να τις φανταστούμε σαν καλούπια που πετσοκόβουν, ανασυνδυάζουν και μεταμορφώνουν τα προσλαμβανόμενα εσωτερικά και εξωτερικά ερεθίσματα. Διαχωρίζω τις προκατασκευές σε δύο κατηγορίες: (α) Στα «ερμηνευτικά στερεότυπα», που παριστούν αυτοματικά κριτήρια επεξεργασίας των δεδομένων και (β) στους «νοητικούς αυτοματισμούς», οι οποίοι μας επιτρέπουν να καταλήγουμε ταχύτατα σε συμπεράσματα που σε αρκετές περιπτώσεις αποδεικνύονται ατεκμηρίωτα και αβάσιμα. Αμφότερες οι προκατασκευές ενσωματώνονται στη στάση και τις ενέργειες των ανθρώπων. Όσο και να φαίνεται περίεργο αυτός ο τρόπος οργάνωσης της αντίληψης συνιστά επιβιωτικό πλεονέκτημα, ιδίως στις περιστάσεις που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με καταστάσεις όπου ή στερείται των αναγκαίων πληροφοριών ή, ακόμη, αυτές του είναι παντελώς άγνωστες.

Οι άνθρωποι συνεισφέρουν τις συγκινήσεις και τα συναισθήματά τους και με αυτά τα υλικά κατασκευάζουν τα θυμικά συστήματα της οικογένειας, της κοινωνίας κ.λπ. Τα «πιστεύω» και οι πεποιθήσεις είναι το χειροπιαστό, το πλέον προσβάσιμο στην παρατήρηση και στην ανάλυση αποτύπωμα των ατομικών και συλλογικών θυμικών συστημάτων. Τα συστήματα αξιών και πεποιθήσεων έχουν τρεις στρωματώσεις: μία ατομική, μία οικογενειακή, μία κοινωνική. Το κοινωνικό στρώμα υφαίνεται από «ταυτότητες» και «κοσμοθεωρίες». Τα συστήματα πεποιθήσεων έχουν κομβική σημασία στην κατανόηση και ανασυγκρότηση του εαυτού.

Η αυθυπαρξία των συλλογικών θυμικών συστημάτων εκδηλώνεται με τη μορφή προβλέψιμων κύκλων άμπωτης και πλημμυρίδας των συλλογικών διαθέσεων. Σε κάθε φάση του κύκλου αντιστοιχούν διαφορετικές τάσεις, συμπεριφορές και στάσεις ζωής. Επιτροχάδην αναφέρω κάποια χαρακτηριστικά τους. Στις περιόδους ευφορίας αποκτούν προβάδισμα ο ατομικισμός, η κερδοσκοπία, η επιχειρηματικότητα, η διάθεση για συναίνεση, η ανοχή στην πολυπολιτισμικότητα κ.λπ. Στις περιόδους φόβου κυριαρχεί η εμφύλια και εθνική διχόνοια, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η εθνική, πολιτική, ταξική και θρησκευτική μισαλλοδοξία, οι περιορισμοί στη μετανάστευση, ο απομονωτισμός και τα αποσχιστικά κινήματα, αυξάνεται δε η νοσηρότητα του πληθυσμού. Αυτό μάλιστα που εκπλήσσει είναι ότι στη χρονική διάρκεια, αλλά και στο περιεχόμενο των επιμέρους κύκλων ανευρίσκονται μαθηματικές σχέσεις, όπως, για παράδειγμα, η χρυσή τομή και ο αριθμός π, που μας υποχρεώνουν να υποθέσουμε ότι τα συλλογικά θυμικά συστήματα διέπονται από φυσικές, κοσμικές νομοτέλειες. Εν πάση περιπτώσει, το συλλογικό συγκινησιακό Είναι ενορχηστρώνει το κοινωνικό Γίγνεσθαι, όχι το αντίστροφο.

Το περιεχόμενο της έννοιας των χαρτογραφήσεων.

Κωστής Ζερβάνος

Ο εαυτός είναι η συνισταμένη πολλών εαυτών. Όσοι μίλησαν ως τώρα για πολλαπλούς εαυτούς / υποπροσωπικότητες, η Σατίρ, ο Σβαρτς, ο Γκόρτον, ο Γκέρλαντ οι Στόουν κ.ά., τους περιγράφουν ως ρόλους ή ως εσωτερικευμένες φιγούρες των μελών της οικογένειας ή ως αρχετυπικές καταστάσεις. Η έννοια των χαρτογραφήσεων διαφοροποιείται από όλες αυτές τις απόψεις.

Οι χαρτογραφήσεις του εαυτού είναι αυτοτελή ψυχικά μορφώματα. Πρακτικά, αυτό μεταφράζεται στο ότι όλα τα στοιχεία που συγκροτούν μια χαρτογράφηση είναι αλληλένδετα και όταν ένα στοιχείο εισβάλλει στο προσκήνιο, συμπαρασύρει και όλα τα άλλα.

Ο πυρήνας τους συναποτελείται από αρχαϊκά συναισθήματα και αντιδράσεις απέναντι σε πρώιμους συγκινησιακούς πυροδότες, τα οποία οργώνουν το αδιαφοροποίητο τοπίο της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου. Σ’ αυτό το έδαφος  ισχυρά ή επιμένοντα βιώματα της ζωής λειτουργούν ως εναύσματα για τη συγκρότηση των χαρτογραφήσεων. Αυτά τα βιώματα συνυφαίνονται με συγκεκριμένα ρεπερτόρια συμπεριφορών και σύνολα πεποιθήσεων. Η επεξεργασία του υλικού γίνεται από το θυμικό, το συναισθηματικό και το νοητικό σύστημα του ανθρώπου. Σ’ αυτήν παίρνουν μέρος τα στερεότυπα και οι νοητικοί αυτοματισμοί. Η τελική κατάληξη είναι η μορφοποίηση ενός συμπλέγματος που εμπερικλείει στερεά συνδεδεμένα μεταξύ τους ρεπερτόρια αυτόματων ή ημιαυτόματων συμπεριφορών, φόβους, ονειροπολήματα, προσμονές, επιδιώξεις, ηθικές αξίες, πεποιθήσεις, στάσεις ζωής, καθώς και ερμηνευτικά σχήματα για τη ζωή και τον κόσμο.

Η χαρτογράφηση έχει ως κέντρο βάρους κάποια κυρίαρχα συναισθήματα. Οι ψυχολογικές στρατηγικές και τακτικές που, εκούσια και ακούσια, εκδιπλώνει ο άνθρωπος στη ζωή του, απορρέουν από την προσπάθειά του να διαχειριστεί αυτά τα συναισθήματα, όποτε έρχονται στην επιφάνεια. Η κεντρική στόχευση κάθε χαρτογράφησης είναι διπλήˑ σε πρώτο επίπεδο καθιστά ανώδυνες τυχόν τραυματικές εμπειρίες, ενώ σε δεύτερο αξιοποιεί δημιουργικά όλες τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες των βιωμάτων γύρω από τα οποία στήθηκε η ίδια.

Κάθε χαρτογράφηση εμπεριέχει στοιχεία από όλες τις προγενέστερες ηλικίες. Σε κάθε χαρτογράφηση συνυπάρχουν στοιχεία κληροδοτημένα, τόσο από τους γονείς όσο και από τους σημαντικούς ανθρώπους που επηρέασαν τη ζωή μας. Η κοινωνία σημαδεύει την οικογένεια. Με τη σειρά της η οικογένεια αφήνει τη σφραγίδα της πάνω στα μέλη της με τη μορφή κρυφών κανόνων, λεπτών αποχρώσεων στη γλώσσα και στην κίνηση και, κυρίως, με τη μορφή αξιών, πεποιθήσεων και νοοτροπίας. Με άλλον τρόπο συμπεριφερόμαστε μέσα στις παρέες μας και με άλλον μέσα στην οικογένειά μας.

Οι χαρτογραφήσεις, επιλεκτικά, αντλούν υλικό από τα τρία ριζώματα του θυμικού συστήματος, που για λόγους απλοποίησης τα αναφέρω ως «οικογενειακό», «κοινωνικό» και «κοσμικό εαυτό». Ο «οικογενειακός εαυτός» είναι το σύνολο των διαμορφώσεων που έχει επιφέρει στον ψυχισμό του ατόμου η επίδραση τόσο της πυρηνικής όσο και της εκτεταμένης οικογένειάς του. Ο «κοινωνικός εαυτός» αντιστοιχεί στο σύνολο των χαρακτηριστικών του ατόμου που οφείλονται στη χώρα διαμονής, καθώς και στη γλωσσική, θρησκευτική ή εθνική κοινότητα του ατόμου. Ο «κοσμικός εαυτός» αποτελεί τη συνισταμένη των επιρροών που ασκεί πάνω στο άτομο η συνειδησιακή ζύμωση όλου του πλανήτη.

Ο οικογενειακός και ο κοινωνικός εαυτός διαθέτουν διακριτικά γνωρίσματα που μεταφέρονται από τη μια γενιά στην άλλη. Ο κοινωνικός και ο κοσμικός εαυτός διαπερνώνται από εγγενείς περιοδικότητες που υπακούουν σε μαθηματικές σχέσεις.

Οι χαρτογραφήσεις είναι απολύτως μοναδικές, σαν τα δακτυλικά αποτυπώματα. Παρά τα κοινά τους σημεία διαφέρουν η μία από την άλλη. Ένας τρόπος για να τις ξεχωρίσει ο παρατηρητής είναι ν’ αναζητήσει τα ιδιώματα και τις ιδιομορφίες τους. Οι χαρτογραφήσεις περιλαμβάνουν κάποιες ιδιοτυπίες στο λεξιλόγιο, στις αποχρώσεις της φωνής, στη στάση του σώματος. Ενίοτε περιέχουν συγκεκριμένα επαναλαμβανόμενα όνειρα με ταυτόσημο ή παραπλήσιο περιεχόμενο, συγκεκριμένα ανέκδοτα και αναμνήσεις, σπανιότερα δε συγκεκριμένες παθήσεις, τα συμπτώματα των οποίων επανεμφανίζονται κατά καιρούς.

Συγκολλητική ουσία των χαρτογραφήσεων είναι οι μεγάλες ερμηνευτικές αφηγήσεις για τα πεπραγμένα του βίου μας, οι ιστορίες που διηγούμαστε αδιάκοπα στον εαυτό μας ή στους άλλους, εσκεμμένα ή αθέλητα, φωναχτά ή αθόρυβα.